- ὀλιγοσύλλαβος
- ὀλῐγο-σύλλᾰβος, ον,A of few syllables, D.H.Comp.12, Eust.836.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοσύλλαβος — η, ο (ΑΜ ὀλιγοσύλλαβος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από λίγες συλλαβές («ὀλιγοσύλλαβος γραφή», Κ. Μανασσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ολιγοσύλλαβο(ν) το να έχει μία λέξη λίγες συλλαβές, η ολιγοσυλλαβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + συλλαβή… … Dictionary of Greek
ὀλιγοσύλλαβον — ὀλιγοσύλλαβος of few syllables masc/fem acc sg ὀλιγοσύλλαβος of few syllables neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσυλλαβώτερα — ὀλιγοσύλλαβος of few syllables neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσύλλαβα — ὀλιγοσύλλαβος of few syllables neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοσυλλαβία — η (ΑΜ ὀλιγοσυλλαβία) [ολιγοσύλλαβος] το να έχει μία λέξη ή φράση λίγες συλλαβές … Dictionary of Greek